- φρουμάζω
- φρουμάζω και φουρμάζω βλ. φριμάζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φρουμάζω — Ν βλ. φριμάζω … Dictionary of Greek
καταχρεμετίζω — (Μ) (επιτ. τ. τού χρεμετίζω) χλιμιντρίζω, φρουμάζω … Dictionary of Greek
στενάχω — Α (ποιητ. τ.) 1. στεναχίζω* 2. (για στοά) αντηχώ («στοᾱς στεναχούσης, σιτίων, μετρουμένων», Αριστοφ.) 3. (μτβ.) οδύρομαι, κλαίω για κάτι («τὸ παρὸν... πήμα στενάχω», Αισχύλ.) 4. μτφ. (για χείμαρρο) κάνω πάταγο, κροτώ 5. (το μέσ.) στενάχομαι (για… … Dictionary of Greek
φριμάζω — και φρυμάζω και φρουμάζω και φουρμάζω Ν 1. (ιδίως για άλογα) φυσώ δυνατά με τα ρουθούνια από ανυπομονησία ή από οργασμό 2. μτφ. (για πρόσ.) καταλαμβάνομαι από οργή, εξοργίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φριμάσσομαι, κατά τα ρ. σε άζω] … Dictionary of Greek
φρυάσσω — και φρυάττω ΝΜΑ, και φρυάζω Ν (μσν. αρχ. και μέσ. φρυάσσομαι και φρυάττομαι) (για άλογο) φριμάζω, φρουμάζω νεοελλ. (για πρόσ.) καταλαμβάνομαι από μανιώδη οργή («φρύαξε από το κακό του») μσν. αρχ. (ενεργ. και μέσ.) (για πρόσ.) περηφανεύομαι,… … Dictionary of Greek
φριμάζω — φρίμαξα, και φρουμάζω φρούμαξα, και φουρμάζω φούρμαξα, αμτβ. (για άλογα ή άλλα ζώα), φυσώ δυνατά με τα ρουθούνια από ανυπομονησία ή οργασμό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)